μοσχολατρώ

μοσχολατρώ
μοσχολατρῶ, -έω (Μ) [μοσχολάτρης]
(για τους Εβραίους στην έρημο) λατρεύω τον μόσχο, είμαι ειδωλολάτρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”